- Μακντόναλντ
- Βλ. λ. Μακ Ντόναλντ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοσιαλδημοκρατία — Όρος που προέρχεται από τη σύνδεση των εννοιών του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκε στη νεότερη πολιτική ορολογία για το χαρακτηρισμό κινημάτων που δέχονται τις οικονομικοκοινωνικές μεταβολές, αλλά γενικά με μετριοπαθή και… … Dictionary of Greek
Βάγκραμ — (Wagram). Αυστριακή πολίχνη, 16 χλμ. ΒΑ της Βιέννης, στα περίχωρα της οποίας, στις 5 και 6 Ιουλίου 1809, έγινε μεγάλη μάχη μεταξύ του στρατού του Ναπολέοντα (180.000 άντρες και 4.220 πυροβόλα) και του αυστριακού υπό τη διοίκηση του αρχιδούκα… … Dictionary of Greek
Τσάμπερλεν — (Chamberlain). Επώνυμο 3 Άγγλων πολιτικών. 1. Τ. Τζότζεφ (1836 – 1914). Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο και με διάφορες βιομηχανικές επιχειρήσεις, που του απέφεραν τεράστια περιουσία. Το 1874 εγκατέλειψε τις επαγγελματικές του ασχολίες και… … Dictionary of Greek
Χάλντεϊν, Ρίτσαρντ Μπάρτον — (Haldane, 1856 – 1928). Άγγλος πολιτικός και φιλόσοφος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Γκέτινγκεν. Το 1885 εξελέγη φιλελεύθερος βουλευτής της περιφέρειας του Χάντινγκτονσάιρ, την οποία εξακολουθούσε να αντιπροσωπεύει στο… … Dictionary of Greek